- αιτιολογητέον
- αἰτιολογητέον (Α) [αἰτιολογῶ]πρέπει κανείς να ερευνήσει, να αναζητήσει τις αιτίες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἰτιολογητέον — one must investigate causes masc acc sg αἰτιολογητέον one must investigate causes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιτιολογώ — ( έω) (Α αἰτιολογῶ) ερευνώ, εξηγώ, αναφέρω την αιτία, δικαιολογώ νεοελλ. διατυπώνω λογικά επιχειρήματα για την υποστήριξη μιας γνώμης, μιας αποφάσεως ή ενέργειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιτία + λογώ < λογος < λέγω. ΠΑΡ. αιτιολογία, αιτιολογικός αρχ … Dictionary of Greek